Logo

    ποιήματα

    Explore "ποιήματα" with insightful episodes like "ΑΚΟΥ Τ' ΑΗΔΟΝΙΑ, Παναγιώτης Πάκος-Σταυρούλα Μάκρα", "Cantares, του Antonio Machado και του Χουάν Μανουέλ Σερράτ", "Tristan Tzara, Τραγούδι ΝταΝτα (μτφρ Κώστας Ριτσώνης)", "Σπύρος Αραβανής, «Το λαϊκό τραγούδι στην ποίηση του Θωμά Γκόρπα»" and "Λεωνίδας Χρηστάκης, Σχιζοφωνητικά" from podcasts like ""poiein podcast", "poiein podcast", "poiein podcast", "poiein podcast" and "poiein podcast"" and more!

    Episodes (58)

    ΑΚΟΥ Τ' ΑΗΔΟΝΙΑ, Παναγιώτης Πάκος-Σταυρούλα Μάκρα

    ΑΚΟΥ Τ' ΑΗΔΟΝΙΑ, Παναγιώτης Πάκος-Σταυρούλα Μάκρα
    ένα αλγερινό τραγούδι Idir - Avava Inouva. Διασκευή με ελληνικούς στίχους: Παναγιώτης Πάκος Φωνές: Σταυρούλα Μάκρα -Παναγιώτης Πάκος ΑΚΟΥ Τ' ΑΗΔΟΝΙΑ Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια Τ’ άκουσα να πέφτουν με σπασμένα φτερά Αν θέλεις να φύγεις μακριά, άκου τ’ αηδόνια Τ’ άκουσα να πέφτουν σε πηγάδια ξερά Έρχετ’ η ανατολή σαν πάγια εντολή, μα κι ο ήλιος για να βγει ψάχνει πλέον αφορμή. Λίγη χαρά ζητάει να βρει στα βλέμματα Μα βλέπει στις καρδιές συρματοπλέγματα Γιατί να ’χει η καρδιά συρματοπλέγματα Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια... Κόκκινος από ντροπή βγαίνει ο ήλιος την αυγή. πίνει πικρό νερό, τρώει βρώμικο ψωμί. Και τα παιδιά του κόσμου του χαμογελούν μα αν βγουν απ’ την κρυψώνα τα πυροβολούν Μη βγεις απ’ την κρυψώνα. Ο ήλιος είναι εχθρός Τις νύχτες στην ερημιά άκου τ’ αηδόνια...

    Tristan Tzara, Τραγούδι ΝταΝτα (μτφρ Κώστας Ριτσώνης)

    Tristan Tzara, Τραγούδι ΝταΝτα (μτφρ Κώστας Ριτσώνης)
    Το τραγούδι ενός ντανταϊστή που είχε το νταντά μες στη καρδιά κούραζε πολύ το μοτέρ του που είχε νταντά μες στην καρδιά το ασανσέρ κουβαλούσε ένα βασιλιά χοντρό εύθραυστο φθινόπωρο έκοψε το μεγάλο του δεξί μπράτσο και το' στειλε στον πάπα στη Ρώμη γι' αυτό το λόγο το ασανσέρ δεν είχε πια νταντά μες στην καρδιά να φάτε σοκολάτα πλύνετε τον εγκέφαλό σας νταντά νταντά πιείτε και νεράκι

    Σπύρος Αραβανής, «Το λαϊκό τραγούδι στην ποίηση του Θωμά Γκόρπα»

    Σπύρος Αραβανής, «Το λαϊκό τραγούδι στην ποίηση του Θωμά Γκόρπα»
    Ο Τσιτσάνης μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τον Αποστόλη Χατζηχρήστο εμφανίζονται ονομαστικά τις περισσότερες φορές μέσα στα ποιήματα του Γκόρπα. Στον Στέλιο Καζαντζίδη αφιερώνει ολόκληρο το ποίημα με τίτλο: «Με τον τρόπο του Στέλιου Καζαντζίδη», που εμπεριέχεται στη συλλογή του «Περνάει ο στρατός», 1980. Στίχοι από την περίφημη «Ζιγκοάλα» του Καζαντζίδη λειτουργούν ως μουσικό μοτίβο στο ποίημα το οποίο αφηγείται τις σκέψεις και τα αισθήματα ενός νέου δόκιμου στα ΚΕΥΑ, πεπεισμένου ότι θα τον αποκλείσουν αλλά ακόμα πιο βέβαιου για τις «άπειρες παραλλαγές καταπιέσεως» που προσφέρει η μαμά Ελλάς στα παιδιά της.

    Gottfried Benn, Αστέρια

    Gottfried Benn, Αστέρια
    Αστέρια Μμετάφραση : Νίκος Βουτυρόπουλος Η έμμετρη απόδοση του ποιήματος Αστέρια (1936) έγινε από τον Κώστα Σφενδουράκη Αστέρια-μέρες πνιγηρές, ξόρκια, ικεσίες χρονοβόρες. Θεοί κρατάνε ζυγαριές καθώς διστάζουνε οι ώρες. Πάλι κοπάδια τα χρυσά, φως, ουρανός, πέπλο και πάλι, κάτω από φτερά νεκρά φυσά το παρελθόν κάτι να βγάλει; Λαχτάρα που ‘χει ξαναρθεί, τα ρόδα, εσύ, μέθη που στάζει- το καλοκαίρι έχει σταθεί τα χελιδόνια να κοιτάζει, μια εικασία ακόμη μια, η σιγουριά πως θα κρατήσει: με ταξίδι στο κύμα, με νυχτιά τα χελιδόνια έχουν μεθύσει.

    Jacques Prévert, Cet amour

    Jacques Prévert, Cet amour
    ΑΥΤΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ Αυτός ο έρωτας Τόσο ορμητικός Τόσο εύθραυστος Τόσο απαλός Τόσο απεγνωσμένος Αυτός ο έρωτας Όμορφος σαν τη μέρα Κι άθλιος σαν τον καιρό Όταν ο καιρός είναι κακός Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός Αυτός ο έρωτας τόσο ωραίος Τόσο ευτυχισμένος Τόσο εύθυμος Και τόσο γελοίος Tρέμοντας από φόβο όπως ένα παιδί μέσα στο σκοτάδι... (Μετάφραση : Κώστας Ριτσώνης)

    Miguel Angel Contreras, Τρία Ποιήματα (μτφρ: Αθηνά-Στυλιανή Μίχου)

    Miguel Angel Contreras, Τρία Ποιήματα (μτφρ: Αθηνά-Στυλιανή Μίχου)
    (ΧΧΙΧ) o μικρός κόσμος του ανθρώπου Επιστρέφω προς τα ενδότερα, όπου πάντα ήμουνα, όπου τα πάντα είναι και τίποτα δεν είναι συγκεκριμένο, όπου είμαστε οι ίδιοι, εμείς. Στα τοπία φράκταλ του υπεδάφους έρχομαι, σε βυθισμένς γωνίες κρυμμένες πίσω από τοίχους από εντόσθια και έντερα. Διασχίζω αρτηρίες της πιο κρύας και σκοτεινής ανωνυμίας: αναγνωρίζω ένα παιδί που με κοιτά τρομαγμένο και έναν υπερόπτη νεαρό που με αποδοκιμάζει και ίσως και ένα γέρο καθηγητή. Το παν είναι οι αρτηρίες, τα διασχίζουν όλα. Τα σώματα, τις πόλεις... Είναι πανταχού παρών. Και στηρίζομαι -ενώ διεισδύω- στο οστεοφυλάκιο που αντέχει και στηρίζει τις αυπνίες μου. Από το Libro de Precisiones (2012)

    James Joyce reading from "Finnegans Wake"

    James Joyce reading from "Finnegans Wake"
    Ο Τζόυς ξεκίνησε τη συγγραφή του Finnegans Wake περίπου το 1923 αν και την εποχή εκείνη αναφερόταν ως Έργο εν προόδω. Το 1926 είχαν ολοκληρωθεί τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου και την ίδια χρονιά, οι Eugene και Maria Jolas, προσφέρθηκαν για την δημοσίευσή τους σε συνέχειες, στο περιοδικό transition. Τα επόμενα χρόνια, ο Τζόυς επιτάχυνε την συγγραφή του έργου ωστόσο διάφορα γεγονότα όπως ο θάνατος του πατέρα του (1930) ή προσωπικά προβλήματα υγείας, καθυστέρησαν την ολοκλήρωσή του. Η αρχική υποδοχή του Finnegans Wake περιλάμβανε αρκετές αρνητικές κριτικές, ακόμα και από φίλους ή υποστηρικτές του έργου του, όπως ήταν ο Έζρα Πάουντ. Για το λόγο αυτό αρκετοί συγγραφείς όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ υποστήριξαν το έργο μέσω κριτικών που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά της εποχής. Ο Τζόυς αποφάσισε για τον τελικό τίτλο του έργου το 1929 ενώ τελικά το βιβλίο εκδόθηκε στις 4 Μαΐου του 1939. Με το Finnegans Wake, ο Τζόυς εγκατέλειψε κάθε είδους σύμβαση σχετικά με την χάραξη μιας πλοκής ή την δημιουργία χαρακτήρων. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, προσομοιώνοντας κατά κάποιο τρόπο την συνειρμική ακολουθία ενός ονείρου. Χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελούν ακόμα τα πολλά λογοπαίγνια που κατασκευάζει ο Τζόυς, σε διάφορες γλώσσες.

    Ο Γιάννης Βαρβέρης διαβάζει αποσπάσματα από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου

    Ο Γιάννης Βαρβέρης διαβάζει αποσπάσματα από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου
    Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο. Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της. Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. «Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα. Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.

    W.B.Yeats, η δευτέρα παρουσία (μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης)

    W.B.Yeats, η δευτέρα παρουσία (μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης)
    Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ (ποίημα του Ουίλιαμ Γέιτς) Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη• Τα πάντα γίνουνται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει. Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη, Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού Η τελετή της αθωότητας πνίγεται• Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους. Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά• Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά. Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου, Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος, Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών. Το σκοτάδι ξαναπέφτει• τώρα όμως ξέρω Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά, Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του, Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ. Ουίλιαμ Γιέιτς (W.B.Yeats, 1865) Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

    Ο Gérard Philipe διαβάζει το ποίημα Ελευθερία του Πωλ Ελυάρ

    Ο Gérard Philipe διαβάζει το ποίημα Ελευθερία του Πωλ Ελυάρ
    ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ , Πωλ Ελυάρ, 1945 Πάνω στα τετράδια του σχολείου Στα θρανία μου και τα δένδρα Πάνω στην άμμο και το χιόνι Γράφω τ’ όνομά σου Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη Γράφω τ’ όνομά σου Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες Στ΄ άρματα των πολεμιστών Στην κορώνα των βασιλιάδων Γράφω τ’ όνομά σου Στη ζούγκλα και την έρημο Στις φωλιές και τα σπαρτά Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων Γράφω τ’ όνομά σου.... Paul Elyard, Ελευθερία, (Μετάφραση: Χαρτογράφος)

    Δημήτρης Μητροπάνος, Δεν είμαι εγώ για προκοπή

    Δημήτρης Μητροπάνος, Δεν είμαι εγώ για προκοπή
    Σωτήρης Παστάκας, Η φιλόμουσος νεαρά ” σου το ’χα πει, σου το ’χα πει, δεν είμαι εγώ για προκοπή ” Επίλογος μιας ερωτικής τραγωδίας στα Μανιάτικα του Πειραιά, όπου ο σύζυγος σκότωσε χθες τη νεαρή γυναίκα του και αμέσως μετά τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Δύο μικρά παιδιά ορφανά, θα παρακολουθήσουν σήμερα την κηδεία των γονιών τους και θα αντιμετωπίσουν τη μοίρα τους κοντά σε συγγενείς. Μια νοσηρή ζηλοτυπία όπλισε το χέρι του Παν. Παπαδάκου 35 χρόνων, ο οποίος στις 9.10 το πρωί περίμενε τη γυναίκα του στη γωνία των οδών Κουμουνδούρου και Αρτεμισίου. Όταν η Κούλα Παπαδάκου-Αρβανίτη 27 χρόνων φάνηκε στη στροφή πηγαίνοντας στη στάση των λεωφορείων την πλησίασε ο Παναγιώτης απειλητικά. ” Και τώρα το τέλος. ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΣ”, της είπε με ψυχρή φωνή. Τα λόγια του συνόδεψε με δύο σφαίρες διαμετρήματος 9 μιλιμέτρ.

    «Σήμερα μαύρος ουρανός», Το μοιρολόι της Παναγιάς

    «Σήμερα μαύρος ουρανός», Το μοιρολόι της Παναγιάς
    Ερμηνεία: Χρόνης Αηδονίδης, Νεκταρία Καραντζή Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται, σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκαταραμένοι για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα. Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι. Κι' η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της, τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της. Φωνή τους ήρθ' εξ Ουρανού απ' Αρχαγγέλου στόμα: -Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι' οι μετάνοιες, το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε. -Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια. Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε. -Συ Φαραέ, που τά 'φτιασες πρέπει να μας διδάξεις. -Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια, το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του, να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του. Κι' η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη, σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο για να της ερθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της. Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, κι' όταν της ηρθ' ο νους της, ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει, ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της. -Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες. Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κύρά μ' ανέση. -Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση, που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον. Κι' η Μάρθα κι' η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα, επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα. -Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου. Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει, τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη, Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου, μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου; -Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω, δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω. Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο, οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου! Κι' η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει. -Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου; -Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις· μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι, που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες, τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη! Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια, σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες. Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει, κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει, Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο.

    το POST RESTANTE φιλοξενούμενο της Φωτεινής Λαμπρίδη (γ΄μέρος)

    το POST RESTANTE φιλοξενούμενο της Φωτεινής Λαμπρίδη (γ΄μέρος)
    Tο POST RESTANTE την Τετάρτη 21/3 17.30 με 19.00 ήταν φιλοξενούμενο της Φωτεινής Λαμπρίδη στο ραδιοφωνικό σταθμό ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ 105,3. (Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης με τον Σωτήρη Παστάκα και τον Βασίλη Λαλιώτη)

    το POST RESTANTE φιλοξενούμενο της Φωτεινής Λαμπρίδη (β΄μέρος)

    το POST RESTANTE φιλοξενούμενο της Φωτεινής Λαμπρίδη (β΄μέρος)
    Tο POST RESTANTE την Τετάρτη 21/3 17.30 με 19.00 ήταν φιλοξενούμενο της Φωτεινής Λαμπρίδη στο ραδιοφωνικό σταθμό ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ 105,3. (Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης με τον Σωτήρη Παστάκα και τον Βασίλη Λαλιώτη)

    Luis Cernuda, Αν ο άντρας μπορούσε να πει

    Luis Cernuda, Αν ο άντρας μπορούσε να πει
    Λουίς Θερνούδα Αν ο άντρας μπορούσε να πει Αν ο άντρας μπορούσε να πει αυτό που αγαπά, Αν ο άντρας μπορούσε να υψώσει στον ουρανό τον έρωτά του Σαν ένα σύννεφο στο φως Αν σαν τοίχους που γκρεμίζονται, Για να χαιρετήσουν την αλήθεια τη στυλωμένη στη μέση, Μπορούσε να γκρεμίσει το κορμί του, αφήνοντας μονάχα την αλήθεια του έρωτά του, Την αλήθεια του εαυτού του του ίδιου, Που δεν την λένε δόξα, τύχη ή φιλοδοξία, Μα έρωτα ή πόθο, Εγώ θα ήμουνα αυτός που φανταζόταν Αυτός που με τη γλώσσα του, τα μάτια και τα χέρια Διαλαλεί στους ανθρώπους την αγνοημένη αλήθεια Την αλήθεια του έρωτά του του αληθινού. Ελευθερία δε γνωρίζω πέρα από την ελευθερία να 'μαι δέσμιος κάποιου Που τ'όνομά του δε μπορώ ν'ακούσω δίχως ανατρίχιασμα Κάποιος που για χάρη του ξεχνάω την τσιγγούνική μου ύπαρξη, που για χάρη του η μέρα και η νύχτα είναι για μένα αυτό που ήθελα. Και το κορμί μου και το πνεύμα μου επιπλέουν στο κορμί του και το πνεύμα του Σαν μαδέρια χαμένα που η θάλασσα βυθίζει ή σηκώνει Ελεύθερα με την ελευθερία του έρωτα, Τη μόνη ελευθερία μου με εξυψώνει, Τη μόνη ελευθερία γιατί πεθαίνω. Εσύ δικαιολογείς την ύπαρξή μου: Αν δεν σε γνωρίζω, δεν έχω ζήσει Αν πεθάνω χωρίς να σε γνωρίσω, δεν πεθαίνω, γιατί δεν έχω ζήσει. Μετ. Βασίλης Λαλιώτης. Περιοδικό Πλανόδιον 22
    Logo

    © 2024 Podcastworld. All rights reserved

    Stay up to date

    For any inquiries, please email us at hello@podcastworld.io